- νεύσαντος
- νέω 1swimaor part act masc/neut gen sgνεύωincline in any directionaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
κινδυνεύσαντος — κινδῡνεύσαντος , κινδυνεύω to be daring aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκινδυνεύσαντος — προκινδυνεύω run risk before aor part act masc/neut gen sg προκινδῡνεύσαντος , προκινδυνεύω run risk before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεύσαντος — συγκινδυνεύω incur danger along with aor part act masc/neut gen sg συγκινδῡνεύσαντος , συγκινδυνεύω incur danger along with aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)